Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Η Έννοια του Μαλάκα

   Μαλάκας. Μια λέξη που ακούμε εδώ και δεκαετίες. Μια λέξη που συνηθίσαμε. Μια λέξη με την οποία κάνουν "τσ τσ" οι γιαγιάδες όταν την ακούνε από τα 12χρονα (και αν) εγγόνια τους, χωρίς να ξέρουν τι άλλο ξεστομίζουν τα καμάρια τους. Μια λέξη, τέλος, με καταβολές από την αρχαία ελληνική γλώσσα (συνώνυμη κάποτε του μαλθακός), με τόσο ποικίλη χρήση που πλέον δεν ξέρουμε καν τι πραγματικά σημαίνει. Ας αποπειραθούμε όμως, μέσα στην άγνοιά μας, να την εξετάσουμε.
   Αρχικά θέλω να εξετάσω τον πομπό κι έπειτα να περάσω στον δέκτη και στο κανάλι επικοινωνίας, αλλά τα παραδείγματα είναι πολλά, για να μην πω χαοτικά. Οπότε η εξέταση θα είναι αναπόφευκτα μεικτή. Πραγματικά, υπάρχει ίσως ένα 10% των Ελλήνων που να μην έχουν πει ποτέ αυτή τη λέξη. Οι υπόλοιποι, περήφανα, την αναμασάμε σαν καραμέλα. Μία χρήση είναι η προσφώνηση σε φίλο (έλα ρε μαλάκα, τι μαλάκας που είσαι κτλ), η αθώα θα έλεγα version της λέξης. Η δεύτερη είναι η χρήση της με αρνητικό τρόπο απέναντι σε ένα γνωστό μας πρόσωπο. Μια κοπέλα προς τον μαλάκα γκόμενό της, ένας φίλος προς το μαλάκα κολλητό του που τον στήνει συνεχώς, ένας πατέρας προς τον μαλάκα γιο του. Και η τρίτη, η συχνότερη, η προσφώνηση σε άγνωστους, που δεν τους ξέρεις αλλά εύκολα τους χαρακτηρίζεις.
   Είναι πολύ εύκολο να πεις κάποιον μαλάκα, παρά οτιδήποτε άλλο. Μπορεί έτσι να χαρακτηριστεί ο τεμπέλης εργαζόμενος, ο εγωιστής εργοδότης, ο διεφθαρμένος πολιτικός, ο λαϊκιστής δημοσιογράφος, ο άμπαλος ποδοσφαιριστής καθώς και πολλοί άλλοι. Είδατε πόσα ενοχλητικά επίθετα παρακάμπτονται με τη λέξη μαλάκας; Μας γλυτώνουν από υπερβολικές υστερίες και τσουχτερά παράπονα. Είναι ένας χαρακτηρισμός που προσδιορίζει χωρίς να χρειαστεί να προσδιορίσει κάτι: κι εκεί χάνεται το παιχνίδι. Αν οι λέξεις είχαν νοημοσύνη και δεν ήταν απλώς εργαλεία μας, θα πίστευα πως είναι πανέξυπνη λέξη. Και γι' αυτόν που την ξεστομίζει και γι' αυτόν που τη δέχεται. Διότι ο δέκτης πλέον έχει ανοσία. Για σκεφτείτε τι θα σας πειράξει περισσότερο: αν σας πει κάποιος μαλάκα ή οποιοδήποτε επίθετο από τα παραπάνω παραδείγματα; Ο τεμπέλης, διεφθαρμένος κτλ νιώθουν άσχημα και πρέπει να απολογηθούν. Ο μαλάκας όχι. Μπορεί κάποιος να σε πει μαλάκα και, αντί να παρεξηγηθείς, να γελάσεις χωρίς ενοχές.
   Κι έτσι περνάμε στο επόμενο επίπεδο. Σ' αυτό όπου η λέξη εκείνη, που είναι υποκατάστατο κάθε άλλης και 99% απενοχοποιημένη, χρησιμοποιείται και για "πταίσματα". Ή ακόμα χειρότερα, για υποψία αυτών. Μπορεί την ίδια μέρα να πεις μαλάκες δύο άτομα, από τα οποία το ένα είναι ένας πρωθυπουργός που κατέστρεψε τη χώρα του και το άλλο ο αδερφός σου που δεν τάισε τη γάτα. Διαφορετικής βαρύτητας εγκλήματα αλλά ίδιος ο χαρακτηρισμός! Σας φαίνεται δίκαιο; Κι όμως γίνεται. Κι έτσι καταλήγει ο εραστής να νιώθει αδικημένος που η κοπέλα του τον λέει μαλάκα, όπως έλεγε και τον πρώην της. Μια παρέα καταλήγει να είναι μια παρέα από μαλάκες, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους.
   Κι αυτός ήταν περί του μαλάκα ο λόγος. Δεν πιστεύω πως κάποιος ανάμεσά μας είναι άτρωτος απέναντί σ' αυτήν. Όλοι την χρησιμοποιήσαμε και όλοι γίναμε ο στόχος της. Αλλά be cool. Όπως είπαμε, ο καθένας που πιπιλάει αυτή την λέξη δεν έχει απαραίτητα και δίκαιο επειδή σου βάζει την ταμπέλα. Δε χρειάζεται να βροντοφωνάξεις πως δεν είσαι: απόδειξέ το.

ο μαλάκας, μαλακία, μαλακίζομαι, αυνανισμός, αυνανίζομαι, βλακεία

Κυριακή 18 Μαΐου 2014

Η Διεισδυτική Ικανότητα της Γλώσσας

   Έχω αναφέρει και παλιότερα το πόση αξία και βαρύτητα έχει η σωστή χρήση της γλώσσας. Μπορεί να ανοίξει πόρτες επαγγελματικές, κοινωνικές, να δέσει μια φιλία ή να ξεκινήσει μια σχέση. Ή από την άλλη να τα καταστρέψει όλα αυτά: έστω και μία μόνο λέξη! Δε λένε τυχαία πως η γλώσσα "κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει". Αλλά η οπτική γωνία του ομιλητή, η ικανότητα να μιλήσει και να εκφραστεί κανείς σωστά είναι η μία όψη του νομίσματος: η άλλη είναι τα συμπεράσματα που βγάζει κανείς ως ακροατής. Το κατά πόσο μπορεί να καταλάβει με ποιον έχει να κάνει...
   Ένα απλό παράδειγμα: ρωτάει κάποιος έναν άγνωστο που κάθεται στο λεωφορείο: "Μπορώ να κάτσω δίπλα σου;" Οι απαντήσεις ποικίλλουν και παίρνουμε ως δεδομένο πως μεταξύ των συνομιλητών δεν υπάρχει καμία οικειότητα. Ας τις πάρουμε μία μία:
   "Ναι". Η απλούστερη απ' όλες, αυτή που θα δώσει κάποιος που δε θέλει να αφήσει στίγμα του χαρακτήρα του ούτε να χρωματίσει ιδιαίτερα το λόγο του. Ούτε φιλική ούτε εχθρική. Η απάντηση του αποστασιοποιημένου ατόμου.
   "Ναι ρε". Αν ειπωθεί με ανάλαφρο τόνο, μπορεί να δείξει αυθορμητισμό. Σίγουρα πάντως δείχνει έλλειψη επισημότητας και ένα άτομο που δεν ασχολείται πολύ με τρόπους, πσοσχήματα ή προσέχει γενικότερα τα λεγόμενά του.
   "Παρακαλώ". Η ευγενική απάντηση. Αυτή που δείχνει τρόπους και παράλληλα δίνει έναν τόνο επισημότητας. Ο άνθρωπος αυτός πιθανότατα είναι τύπος που κρατάει τα προσχήματα και είναι ή μεγάλος σε ηλικία ή πολύ ώριμος για την ηλικία του.
   "Βεβαίως/φυσικά". Η επισημότερη απάντηση. Αυτή που αφήνει το στίγμα του πολιτισμένου και παράλληλα του εγκάρδιου ανθρώπου. Αυτού που δεν έχει πρόβλημα να σπάσει τον πάγο, χωρίς να παραλείψει παράλληλα να σταθεί στο ύψος του.
   "Μα ναι!". Η βιαστική απάντηση. Η απάντηση ενός ανθρώπου που πιθανότατα βιάζεται, εκπλήσσεται εύκολα και αφήνει πολλές φορές το άγχος του να κυριαρχήσει. Ο τύπος ανθρώπου που βιάζεται να απαντήσει για να μην παρεξηγηθεί ή δημιουργήσει πρόβλημα.
   "Μπορείς". Η "παιχνιδιάρικη" απάντηση. Θα την δώσει ο τύπος που έχει αίσθηση του χιούμορ ή αυτός που είναι τόσο παρατηρητικός από φυσικού του, που δίνει προσοχή και στα απλούστερα λεγόμενα ενός αγνώστου. Το μήνυμα που περνάει είναι πως οι οικειότητες είναι επιτρεπτές και ο ίδιος είναι ανοιχτός για συζήτηση.
   "Όχι". Η απλή άρνηση. Δεν είναι ουδέτερη απάντηση, όπως το ναι, ειδικά όταν οι συνομιλητές είναι άγνωστοι μεταξύ τους. Αντίθετα, δημιουργεί μια ψυχρότητα και δεν αφήνει περιθώρια για εξηγήσεις.
   "Όχι, με συγχωρείς". Η απολογητική απάντηση. Αυτή που θα δώσει ο άνθρωπος που νοιάζεται και κατανοεί τον άλλον και ενοχλείται από την ίδια την αδυναμία ή την απροθυμία του να βοηθήσει.
   "Αχ, είναι πιασμένη/περιμένω κάποιον". Αυτή και οι λοιπές παρόμοιες απαντήσεις αφήνουν να φανεί ένας χαρακτήρας συναισθηματικός. Η απολογία είναι πιο φανερή από την παραπάνω απάντηση και δίνεται έντονα η εντύπωση πως ο τύπος αυτός φοβάται μην παρεξηγηθεί. Πιθανότατα το φοβάται επειδή έχει συνηθίσει να σκέφτεται σε βάθος το καθετί και σε ανάλογη περίπτωση ο ίδιος θα παρεξηγιόταν.
   Με αυτό το απλό παράδειγμα θέλω να δείξω το πόση σημασία μπορεί να έχει για μια εντύπωση μια λέξη ή φράση. Το πόσες διαφορετικές περιπτώσεις μπορούν να εμφανιστούν στην ελάχιστη στιχομυθία με έναν ξένο. Φανταστείτε πόσο πλουσιότερα συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε όταν μιλάμε με έναν άνθρωπο με τον οποίο έχουμε οικειότητα ή και ανταλλάσσουμε πιο ουσιώδεις και λεπτομερείς πληροφορίες. Τελικά καμία συζήτηση δεν είναι τόσο απλή, αν σκεφτεί κανείς πως συμπεράσματα βγαίνουν με οτιδήποτε κι αν πούμε (ή δεν πούμε!)
   Τελικά, μπορούμε να διεισδύσουμε στη σκέψη του άλλου μόνο με την καλή γνώση της γλώσσας; Πιστεύω πως ναι. Ακόμα κι ως ακροατής, ο καθένας που προσέχει τα λόγια, τον τόνο και την έκφραση του λόγου του συνομιλητή του έχει κάνει μια μικρή "διείσδυση" στο μυαλό και στον χαρακτήρα του άλλου και, πάνω-κάτω, ξέρει με ποιον έχει να κάνει. Δεν είναι πάντα το ίδιο προφανές ούτε τα συμπεράσματα πάντα ασφαλή. Αλλά ένα είναι βέβαιο: αυτός που προσέχει τι λέει και τι ακούει, έχει ανοιχτό έναν ολόκληρο κόσμο μπροστά του, αόρατο για τον αμύητο: όποιον κατάσκοπο και να ρωτήσετε, είμαι σίγουρος πως θα συμφωνήσει μ' αυτό.

Σάββατο 3 Μαΐου 2014

Συμπεριφορά ως Συνήθεια

   Κάθε μορφή αλληλεπίδρασης και συμβίωσης μεταξύ ανθρώπων δημιουργεί μια κοινωνία. Μικρή ή μεγάλη, δεν έχει σημασία. Και ως κοινωνία, είτε αναφερόμαστε στον επαγγελματικό είτε στον οικογενειακό είτε σε οποιονδήποτε άλλο τομέα, υπάρχουν κανόνες: κανόνες σχέσεων. Αυτοί οι κανόνες παραμένουν πάγιοι, όσο και οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, οι οποίες βασίζονται στην ψυχολογία. Θα ήθελα να επεκταθώ σε ένα φαινόμενο αυτών των κανόνων σχέσεων, το οποίο αποκαλώ "συμπεριφορά ως συνήθεια".
   Πρώτα απ' όλα, τι εννοώ λέγοντας συμπεριφορά; Ως συμπεριφορά εκλαμβάνω κάθε αντίδραση, συναίσθημα, τρόπο έκφρασης που μπορεί να εφαρμόσει κάποιος απέναντι σε κάποιον (ή σε κάτι) άλλο. Αλλά πώς ταιριάζει η συνήθεια με αυτά;
   Τις περισσότερες φορές, η λέξη συνήθεια μας πηγαίνει συνειρμικά στο υλικό επίπεδο κι όχι στο πνευματικό/ψυχολογικό. Συνήθεια είναι να τρώω πολύ, να καπνίζω, να πίνω, οι δουλειές που κάνω κάθε πρωί, τα μέρη που συχνάζω κτλ. Ο κατάλογος είναι αμέτρητος. Παρόλα αυτά, αν σταθούμε στο επίπεδο συμπεριφοράς, μπορούμε να βρούμε στοιχεία κάποιου, τα οποία επαναλαμβάνονται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ισχύει λίγο-πολύ για όλους και αυτή η συνήθεια είναι, θα έλεγα, κακή.
   Φανταστείτε δυο φίλους σας. Ο ένας θυμώνει πολύ συχνά, ενώ ο άλλος σπάνια. Πέρα από το αυτονόητο, ότι δηλαδή αυτός που θυμώνει συχνά γίνεται φορτικός, υπάρχει και το άλλο μειονέκτημα: ο θυμός του χάνει το νόημά του. Δεν ταράζει πλέον τα νερά. Δεν φανερώνει τα όρια αυτού του ανθρώπου. Θα έλεγα ότι ο απέναντι κάποια στιγμή παθαίνει "ανοσία" στο θυμό και, σε κάθε ξέσπασμα του άλλου, ξεφυσάει και σκέφτεται "άντε πάλι απ' την αρχή". Απλά ανέχεται την κατάσταση και δεν ακούει καν τους λόγους και το πιθανό δίκαιο του άλλου. Τι θετικό βγαίνει απ' την κατάσταση αυτή; Τίποτα. Η σχέση μεταξύ τους απλά τρίβεται μέχρι κάποτε να ξεφτίσει...
   Από την άλλη, ο ηπιότερος φίλος είναι και πιο ευχάριστος. Δε δημιουργεί σύγχυση, κακή διάθεση, φορτικότητα στην ατμόσφαιρα. Αλλά τη μία φορά που θα το κάνει, έχει ήδη σηματοδοτήσει τα όριά του, έχει κερδίσει την προσοχή του απέναντι και πιθανότατα θα κερδίσει μια ενδεχόμενη αντιπαράθεση. Γιατί; Διότι ο απέναντι θα τον σεβαστεί και θα τον ακούσει, με βασικότατο παράγοντα αυτόν της έκπληξης! Ο αιφνιδιασμός αυτός που θα προκαλέσει το ξαφνικό ξέσπασμα θα κερδίσει τον άλλον, κατά πάσα πιθανότητα.
   Αυτές οι δύο περιπτώσεις περιπλέκονται ακόμα περισσότερο στον επαγγελματικό τομέα. Κι αυτό διότι τον εργοδότη δεν τον έχουμε διαλέξει. Έχουμε έναν ξένο, τον οποίο ανεχόμαστε να φωνάζει και να απαιτεί καθημερινά, μέχρι η κακή του συμπεριφορά να γίνει συνήθεια. Πλέον είμαστε αδιάφοροι, έχουμε συνηθίσει τα ντεσιμπέλ του. Και φυσικά χάνει το δίκιο του, δεν κερδίζει την προσοχή μας και πέφτει το επίπεδο εργασίας. Ενώ ένας εργοδότης ήπιων τόνων, που θα πατήσει πόδι σπάνια, θα κερδίσει πολλά και θα προσφέρει εξίσου πολλά σε εργασιακό επίπεδο. Αρκεί ο θυμός να μη γίνει συνήθεια...
   Μια ακόμα κακή συνήθεια των ανθρώπων, που φανερώνεται σε σχέσεις, κυρίως ερωτικές, είναι η ανταλλαγή δώρων και οι υποχωρήσεις (κι αυτές δώρα είναι κατά κάποιον τρόπο). Όταν ο ένας από τους δύο υποχωρεί συνεχώς, αυτό γίνεται μια κακή συνήθεια. Μετά από κάποιο διάστημα, όχι μόνο το "παιχνίδι" θα είναι μονόπλευρο, αλλά και οι απαιτήσεις του άλλου θα αυξηθούν! Δε θα υπολογίζει καν τη γνώμη του υποχωρητικού, διότι έχει συνηθίσει να κερδίζει κάθε αντιπαράθεση! Είναι κάτι καινούριο αυτό; Όχι φυσικά, η έλλειψη μέτρου πάντα φέρνει αστάθεια.
   Το παράδειγμα των δώρων πάλι. Είτε αυτά είναι ένα μπουκέτο λουλούδια είτε ένα κέρασμα είτε το πλύσιμο των πιάτων, καλό είναι να γίνονται μετρημένα. Η συνήθεια σκοτώνει βάναυσα κάθε καλή πρόθεση. Κι όχι μόνο αυτό αλλά και το δώρο χάνει την αξία του. Ο ένας πλέον έχει συνηθίσει να δίνει κι ο άλλος να παίρνει. Κι όταν αυτό κάποια στιγμή σταματήσει, αυτός που έπαιρνε συνεχώς παρεξηγείται! Είναι αχάριστος;
   Κατά τη γνώμη μου όχι. Ή τουλάχιστον δεν είναι απόλυτα αχάριστος. Απλά έτσι έμαθε. Ο/η σύντροφος τον κακοέμαθε, τα δώρα έγιναν μια συνήθεια και το φυσιολογικό, η ίση σχέση δηλαδή, δεν τον ικανοποιεί. Ποιος μπορεί να τον κατηγορήσει πως πήρε τα δώρα σαν δεδομένα; Αφού ο άλλος τα έδινε απλόχερα χωρίς να απαιτήσει τα ίδια: πούλησε πολύ φτηνά, για να μην πω χάρισε, την καλοσύνη του και την αγάπη του. Και, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, μπορώ με ασφάλεια να πω πως αυτοί οι τόσο διαφορετικοί κόσμοι δε θα συγκλίνουν: ποτέ δε θα καταλάβει "αυτός που παίρνει" το πώς συνήθισε να είναι κακομαθημένος και ποτέ ο άλλος δε θα δεχτεί την αχαριστία που βρήκε μπροστά του.
   Τι είναι τελικά αυτό που κάνει τη συνήθεια στη συμβίωση, τη συνήθεια στη συμπεριφορά, τόσο κακό οδηγό; Πιθανότατα το στοιχείο της έκπληξης που λείπει. Το να ζεις δίπλα σε κάποιον που σε ξαφνιάζει καθημερινά, που σου θυμίζει γιατί είσαι δίπλα του. Αν μη τι άλλο, μια συμβίωση που υπάρχει από συνήθεια σε κάνει να ξεχνάς τους λόγους ύπαρξής της: η μονοτονία κάνει τη ζωή ανώφελη και το νόημα ξεθωριάζει. Ποιο συναίσθημα αντέχει στο χρόνο όταν δε συδαυλίζουμε πού και πού τη φωτιά του;